- ὑποβαρύνομαι
- ὑποβᾰρύνομαι,A to be weighed down,
ὑπό τινων Plu.Nob.12
(Wytt. for ὑποβρυομένους).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπό τινων Plu.Nob.12
(Wytt. for ὑποβρυομένους).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.